- Φάντης
- Φάντηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάντης, ο — και φάντες πληθ. ηδες (λ. ιταλ.), φιγούρα της τράπουλας, που παρασταίνει νεαρό, ο βαλές: Φάντης κούπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάντης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντης — (I) ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φάντης (πρβλ. ἱερο φάντης, συκο φάντης) < θ. φαν τού φαίνω*]. (II) ο, Ν βλ. φάντες … Dictionary of Greek
Φάνται — Φάντης masc nom/voc pl Φάντᾱͅ , Φάντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνται — φάντης masc nom/voc pl φάντᾱͅ , φάντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάντην — Φάντης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντην — φάντης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάντα — Φάντᾱ , Φάντης masc nom/voc/acc dual Φάντης masc voc sg Φάντᾱ , Φάντης masc gen sg (doric aeolic) Φάντης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντα — φάντᾱ , φάντης masc nom/voc/acc dual φάντης masc voc sg φάντᾱ , φάντης masc gen sg (doric aeolic) φάντης masc nom sg (epic) φημί Spir. Prooem. pres part act masc acc sg φημί Spir. Prooem. pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… … Dictionary of Greek